- κοινόπους
- κοινόπους, -ουν (Α)αυτός που ήλθε μετά από κοινή πορεία, ταυτόχρονα, κάνοντας κοινό ταξίδι με άλλους («κοινόπουν παρουσίαν» — ταυτόχρονη άφιξη πολλών ατόμων, Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πούς (πρβλ. ισχνό-πους, πλατύ-πους)].
Dictionary of Greek. 2013.